- μικρόμετρο(ν)
- το тех микрометр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μικρόμετρο — Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα… … Dictionary of Greek
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
μικρομετρία — η 1. μέτρηση αποστάσεων ή μεγεθών η οποία γίνεται με το μικρόμετρο 2. ο χειρισμός τού μικρομέτρου*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. micrometrie. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] … Dictionary of Greek
μικρομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρομετρία ή στο μικρόμετρο 2. φρ. «μικρομετρικός κοχλίας» τεχνολ. κοχλίας με πολύ λεπτό και ακριβέστατο βήμα, ο οποίος αποτελεί κύριο μέρος τού μικρομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
μικρόν — το μετρολ. παλαιότερη, μη χρησιμοποιούμενη σήμερα, ονομασία τής μονάδας μήκους μικρόμετρο … Dictionary of Greek
νηματούχος — ο, θηλ. και α φρ. «νηματούχο μικρόμετρο» αστρον. παλαιός όρος για τη διόπτρα ερευνητή που φέρει σταυρόνημα και είναι προσαρμοσμένη στην αστρονομική διόπτρα ή στο τηλεσκόπιο, παράλληλα με τον άξονά τους, και με τη βοήθεια τής οποίας γίνεται η… … Dictionary of Greek
στερεομικρόμετρο — το, Ν τύπος στερεομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereomicrometer (< στερεός + μικρόμετρο)] … Dictionary of Greek
φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
Καβάλο, Τιμπέριο — (Tiberio Cavallo, Νάπολη 1749 – Λονδίνο 1809). Ιταλός φυσικός. Aπό το 1771 ζούσε στο Λονδίνο, όπου, αργότερα, έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Επινόησε ένα μικρόμετρο και ένα ηλεκτρόμετρο και πραγματοποίησε πολλά πειράματα με χαρταετούς για… … Dictionary of Greek
κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… … Dictionary of Greek
Φραουνχόφερ, Γιόζεφ φον — (Fraunhofer, 1787 – 1826). Γερμανός οπτικός και φυσικός. Σπούδασε φυσικές και μαθηματικές επιστήμες, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως κατασκευαστής γυαλιών. Ως υπότροφος του εκλέκτορα της Βαβαρίας, ο Φ. εργάστηκε στο εργοστάσιο οπτικών οργάνων στο… … Dictionary of Greek